ποδαβρος

ποδαβρος
    ποδαβρός
    ποδ-αβρός
    2
    с нежными (невыносливыми) ногами Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ποδαβρος" в других словарях:

  • ποδαβρός — tender footed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαβρός — όν, Α αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός] …   Dictionary of Greek

  • ποδαβρέ — ποδαβρός tender footed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»